Σχέσεις αθλητή, προπονητή, γονιού - Ψυχολογικά χαρακτηριστικά νεαρών αθλητών.
Του Σταύρου Ν. PhD Ψυχολόγου – Αθλητικού Ψυχολόγου
Η σχέση και η αλληλεπίδραση των αθλητών, των προπονητών και των γονιών αποτελεί μια αναπόσπαστη διαδικασία στην αθλητική ανάπτυξη του παιδιού. Η αλληλεπίδραση αυτή θα πρέπει να έχει ως επίκεντρο τον νεαρό αθλητή και αποκλειστικό γνώμονα την ισόρροπη αθλητική εξέλιξή του. Ωστόσο, συχνά υπάρχει σύγκρουση ενδιαφερόντων, σκοπών και κινήτρων μεταξύ των τριών πλευρών με αρνητικές συνέπειες τόσο για τη σωματική, όσο και την ψυχολογική και συναισθηματική εξέλιξη του αθλητή. Η διασαφήνιση των στόχων οι οποίοι θα πρέπει να επιδιώκονται σε κάθε ηλικία του παιδιού είναι κρίσιμη ώστε να μην υπάρχει αντιπαλότητα ως προς τις επιδιώξεις της κάθε πλευράς.
Ο αθλητισμός στις νεαρές ηλικίες έχει ως κύριο μέλημα τη βελτίωση των φυσιολογικών δεικτών του παιδιού και την προαγωγή της ψυχικής και συναισθηματικής ευεξίας του. Ο υγιής συναγωνισμός μεταξύ των παιδιών καθώς και το προσωπικό σύστημα αξιολόγησης του παιδιού αποτελούν δύο κρίσιμους τρόπους για κατανόηση των προσωπικών αδυναμιών και προτερημάτων που έχει το παιδί τόσο στο πλαίσιο αγωνιστικών συνθηκών, όσο και μη αγωνιστικών συνθηκών.
Σε ένα αθλητικό πλαίσιο αξιολόγησης ενός νεαρού αθλητή όπου υπάρχουν τρία συστήματα αξιολόγησης, αυτών του αθλητή, του προπονητή και του γονιού, η μη συμφωνία οδηγεί σε σύγχυση τον αθλητή και συχνά σε αμφισβήτηση σχετικά με την ικανότητά του. Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί ότι ο νεαρός ή ένας άπειρος αθλητής δεν έχει τη δυνατότητα να διαχωρίσει την έννοια της ικανότητας και της προσπάθειας, έννοιες που λανθασμένα στη νεαρή ηλικία είναι ταυτόσημες. Κατά συνέπεια, ο νεαρός αθλητής αποδίδει τη μη επίτευξη ενός στόχου του στην ικανότητά του, και από την άλλη πλευρά την επιτυχία του στην τύχη. Ωστόσο, ένα θετικό σύστημα προσωπικής αξιολόγησης ενός νεαρού αθλητή αποδίδει την έλλειψη επιτυχίας στη μειωμένη προσπάθεια του αθλητή και όχι στην ικανότητά του.
Ένα κρίσιμο στοιχείο το οποίο συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη από τους γονείς και τους προπονητές είναι ότι στην έναρξη της αθλητικής συμμετοχής του παιδιού ο κυριότερος στόχος είναι η ευχαρίστηση, η διασκέδαση και η ικανοποίηση του παιδιού, στοιχεία τα οποία θα πρέπει να διακρίνουν τη συμμετοχή του παιδιού στην προπόνηση και τους αγώνες, διότι προβάλουν ως κρίσιμοι παράγοντες που θα διατηρήσουν και θα ενισχύσουν την προσπάθεια του παιδιού για συμμετοχή στον αθλητισμό. Ωστόσο, η υπερβολική πίεση για βελτίωση από τους γονείς ή τον προπονητή, οι τραυματισμοί από την προπόνηση ή τους αγώνες, η συχνή διατομική σύγκριση, η έμφαση στην απόδοση, τη θέση, τη νίκη ή την ήττα οδηγούν συχνά τον αθλητή σε πρόωρη εγκατάλειψη.
Ένα κρίσιμο στοιχείο που έχει απασχολήσει την αθλητική επιστήμη είναι η ηλικία στην οποία θα πρέπει να εξειδικευθεί ένα παιδί σε αγώνισμα. Αν στόχος είναι η υψηλή απόδοση του αθλητή τότε απαιτείται εξειδίκευσή του από μικρή ηλικία, αν και υπάρχουν συχνά παραδείγματα αθλητών οι οποίοι εκτελούσαν ποικίλες αθλητικές δραστηριότητες για μεγάλο χρονικό διάστημα το οποίο τους βοήθησε να φτάσουν σε υψηλά επίπεδα απόδοσης στο άθλημα στο οποίο τελικά εξειδικεύθηκαν. Η πρόωρη εξειδίκευση του αθλητή εμπεριέχει κινδύνους που είναι η πρόωρη εγκατάλειψη από την κόπωση, την απογοήτευση ή την αποθάρρυνση όταν γίνονται αντιληπτές οι πραγματικές δυνατότητες του παιδιού. Επίσης, η μη εναλλαγή των απαιτήσεων και των εκτελούμενων ασκήσεων μπορεί να οδηγήσει το νεαρό αθλητή να σταματήσει να συμμετέχει στο συγκεκριμένο άθλημα και να δοκιμάζει διαφορετικές αθλητικές δραστηριότητες σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι γονείς και οι προπονητές είναι σκόπιμο να γνωρίζουν ότι το κάθε παιδί έχει τη δική του αξία και σημασία. Επίσης το κάθε παιδί μεγαλώνει με διαφορετικό ρυθμό και αντιδρά διαφορετικά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Συνεπώς η σύγκριση της απόδοσης των παιδιών με συνομηλίκους είναι ανώφελη, εγκυμονεί κινδύνους για τη συνέχιση της προσπάθειας και της συμμετοχής του αθλητή και οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με την ικανότητα και την προσπάθεια του παιδιού, λαμβανομένου υπόψη της βιολογικής ηλικίας του παιδιού η οποία είναι δύσκολο να προσδιορισθεί και δεν ταυτίζεται με τη χρονολογική ηλικία του.
Στην κατεύθυνση αυτή οι προσδοκίες απόδοσης των γονιών και των προπονητών θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις πραγματικές ικανότητες των παιδιών, αλλά και να λαμβάνουν υπόψη τους στόχους που τα ίδια παιδιά έχουν θέσει για τον εαυτό τους. Οι προσδοκίες αυτές θα πρέπει να είναι ελαστικές και ανάλογες των δυνατοτήτων του παιδιού. Οι υψηλές προσδοκίες μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση των κινήτρων και της προσπάθειας του παιδιού και δημιουργία αισθήματος μειονεξίας και μη ικανότητας από πλευράς του.
Επίσης είναι σημαντικό να δίνεται έμφαση στην προσπάθεια του αθλητή νεαρής ηλικίας και όχι στην ικανότητά του, ενώ παράλληλα ο νεαρός αθλητής θα πρέπει να έχει αναπτύξει ένα σύστημα αξιολόγησης σχετικά με την προσπάθειά του και που αποδίδεται το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του και του αποτελέσματος.
Οι σχέσεις μεταξύ προπονητή – γονιού είναι ιδιαίτερα σύνθετες, οι οποίες απαιτούν την κατανόηση της θέσης του άλλου και την αποδοχή των ενεργειών και των προσδοκιών.
Ο προπονητής είναι σκόπιμο να κάνει σαφές προς το γονιό τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) την προπονητική του φιλοσοφία,
(β) τις προσδοκίες του και τους στόχους που έχει για το παιδί του,
(γ) τις απαιτήσεις που έχει από το παιδί-αθλητή και το γονιό του (εξοπλισμό, συμπεριφορά κ.ά.),
(δ) τους κανόνες λειτουργίας της ομάδας και τις ποινές-συνέπειες από την παραβίαση αυτών από τον αθλητή ή/και το γονιό, και
(ε) τα κριτήρια αξιολόγησης και επιλογής των αθλητών. Επίσης, ο προπονητής είναι σκόπιμο να απευθύνει προς το γονιό στοιχεία τα οποία των προβληματίζουν σχετικά με τη βελτίωση του παιδιού και τη συμπεριφορά του στο χώρο της προπόνησης.
Ο προπονητής πρέπει να κάνει επίσης σαφές στο γονιό ότι τέσσερα σημεία είναι αποκλειστικά στην προσωπική του κρίση, αλλά με σαφή κριτήρια:
(α) χρόνος που το παιδί αγωνίζεται,
(β) η στιγμή και ο αγώνας στον οποίο αγωνίζεται,
(γ) η στρατηγική στην ομάδα, και
(δ) η κρίση του για τους άλλους αθλητές.
Ο προπονητής θα πρέπει να έχει ορίσει συγκεκριμένη ώρα και η ημέρα η οποία θα είναι στη διάθεση του γονιού για να συζητήσει μαζί τους για οποιοδήποτε θέμα απασχολεί το παιδί του.
Ο προπονητής είναι χρήσιμο να γνωρίζει τις πιθανότερες αιτίες συμμετοχής και τους λόγους εγκατάλειψης των νεαρών αθλητών.
Αποτελέσματα ερευνών έχουν δείξει ότι οι σημαντικότεροι λόγοι συμμετοχής των παιδιών στον αθλητισμό είναι: η διασκέδαση, η εκμάθηση νέων ασκήσεων και η βελτίωση ήδη υπαρχόντων, η διατήρηση ή η δημιουργία φιλίας, η αναζήτηση της συγκίνησης του αγώνα, η επίτευξη των στόχων που έχουν θέση και η προσωπική του εκγύμναση και άσκηση.
Ως οι κυριότεροι λόγοι εγκατάλειψης από την άλλη πλευρά προβάλουν: η σύγκρουση ενδιαφερόντων, οι υπερβολικές απαιτήσεις από του γονιούς και τους προπονητές, η απουσία στήριξης της προσπάθειάς τους, η έλλειψη επιτυχιών, η περιορισμένη συμμετοχή τους, η έλλειψη ευχαρίστησης και διασκέδασης, οι συχνοί τραυματισμοί, η έμφαση στη νίκη από τον προπονητή, το γονιό και το ίδιο το παιδί, η απουσία σαφών και προκλητικών στόχων, η έντονη κριτική, τα αρνητικά βιώμενα συναισθήματα (άγχος, αμφισβήτηση, προσβολή κ.ά.).
Του Σταύρου Ν. PhD Ψυχολόγου – Αθλητικού Ψυχολόγου
πηγή: football-academies
Του Σταύρου Ν. PhD Ψυχολόγου – Αθλητικού Ψυχολόγου
Η σχέση και η αλληλεπίδραση των αθλητών, των προπονητών και των γονιών αποτελεί μια αναπόσπαστη διαδικασία στην αθλητική ανάπτυξη του παιδιού. Η αλληλεπίδραση αυτή θα πρέπει να έχει ως επίκεντρο τον νεαρό αθλητή και αποκλειστικό γνώμονα την ισόρροπη αθλητική εξέλιξή του. Ωστόσο, συχνά υπάρχει σύγκρουση ενδιαφερόντων, σκοπών και κινήτρων μεταξύ των τριών πλευρών με αρνητικές συνέπειες τόσο για τη σωματική, όσο και την ψυχολογική και συναισθηματική εξέλιξη του αθλητή. Η διασαφήνιση των στόχων οι οποίοι θα πρέπει να επιδιώκονται σε κάθε ηλικία του παιδιού είναι κρίσιμη ώστε να μην υπάρχει αντιπαλότητα ως προς τις επιδιώξεις της κάθε πλευράς.
Ο αθλητισμός στις νεαρές ηλικίες έχει ως κύριο μέλημα τη βελτίωση των φυσιολογικών δεικτών του παιδιού και την προαγωγή της ψυχικής και συναισθηματικής ευεξίας του. Ο υγιής συναγωνισμός μεταξύ των παιδιών καθώς και το προσωπικό σύστημα αξιολόγησης του παιδιού αποτελούν δύο κρίσιμους τρόπους για κατανόηση των προσωπικών αδυναμιών και προτερημάτων που έχει το παιδί τόσο στο πλαίσιο αγωνιστικών συνθηκών, όσο και μη αγωνιστικών συνθηκών.
Σε ένα αθλητικό πλαίσιο αξιολόγησης ενός νεαρού αθλητή όπου υπάρχουν τρία συστήματα αξιολόγησης, αυτών του αθλητή, του προπονητή και του γονιού, η μη συμφωνία οδηγεί σε σύγχυση τον αθλητή και συχνά σε αμφισβήτηση σχετικά με την ικανότητά του. Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί ότι ο νεαρός ή ένας άπειρος αθλητής δεν έχει τη δυνατότητα να διαχωρίσει την έννοια της ικανότητας και της προσπάθειας, έννοιες που λανθασμένα στη νεαρή ηλικία είναι ταυτόσημες. Κατά συνέπεια, ο νεαρός αθλητής αποδίδει τη μη επίτευξη ενός στόχου του στην ικανότητά του, και από την άλλη πλευρά την επιτυχία του στην τύχη. Ωστόσο, ένα θετικό σύστημα προσωπικής αξιολόγησης ενός νεαρού αθλητή αποδίδει την έλλειψη επιτυχίας στη μειωμένη προσπάθεια του αθλητή και όχι στην ικανότητά του.
Ένα κρίσιμο στοιχείο το οποίο συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη από τους γονείς και τους προπονητές είναι ότι στην έναρξη της αθλητικής συμμετοχής του παιδιού ο κυριότερος στόχος είναι η ευχαρίστηση, η διασκέδαση και η ικανοποίηση του παιδιού, στοιχεία τα οποία θα πρέπει να διακρίνουν τη συμμετοχή του παιδιού στην προπόνηση και τους αγώνες, διότι προβάλουν ως κρίσιμοι παράγοντες που θα διατηρήσουν και θα ενισχύσουν την προσπάθεια του παιδιού για συμμετοχή στον αθλητισμό. Ωστόσο, η υπερβολική πίεση για βελτίωση από τους γονείς ή τον προπονητή, οι τραυματισμοί από την προπόνηση ή τους αγώνες, η συχνή διατομική σύγκριση, η έμφαση στην απόδοση, τη θέση, τη νίκη ή την ήττα οδηγούν συχνά τον αθλητή σε πρόωρη εγκατάλειψη.
Ένα κρίσιμο στοιχείο που έχει απασχολήσει την αθλητική επιστήμη είναι η ηλικία στην οποία θα πρέπει να εξειδικευθεί ένα παιδί σε αγώνισμα. Αν στόχος είναι η υψηλή απόδοση του αθλητή τότε απαιτείται εξειδίκευσή του από μικρή ηλικία, αν και υπάρχουν συχνά παραδείγματα αθλητών οι οποίοι εκτελούσαν ποικίλες αθλητικές δραστηριότητες για μεγάλο χρονικό διάστημα το οποίο τους βοήθησε να φτάσουν σε υψηλά επίπεδα απόδοσης στο άθλημα στο οποίο τελικά εξειδικεύθηκαν. Η πρόωρη εξειδίκευση του αθλητή εμπεριέχει κινδύνους που είναι η πρόωρη εγκατάλειψη από την κόπωση, την απογοήτευση ή την αποθάρρυνση όταν γίνονται αντιληπτές οι πραγματικές δυνατότητες του παιδιού. Επίσης, η μη εναλλαγή των απαιτήσεων και των εκτελούμενων ασκήσεων μπορεί να οδηγήσει το νεαρό αθλητή να σταματήσει να συμμετέχει στο συγκεκριμένο άθλημα και να δοκιμάζει διαφορετικές αθλητικές δραστηριότητες σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι γονείς και οι προπονητές είναι σκόπιμο να γνωρίζουν ότι το κάθε παιδί έχει τη δική του αξία και σημασία. Επίσης το κάθε παιδί μεγαλώνει με διαφορετικό ρυθμό και αντιδρά διαφορετικά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Συνεπώς η σύγκριση της απόδοσης των παιδιών με συνομηλίκους είναι ανώφελη, εγκυμονεί κινδύνους για τη συνέχιση της προσπάθειας και της συμμετοχής του αθλητή και οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με την ικανότητα και την προσπάθεια του παιδιού, λαμβανομένου υπόψη της βιολογικής ηλικίας του παιδιού η οποία είναι δύσκολο να προσδιορισθεί και δεν ταυτίζεται με τη χρονολογική ηλικία του.
Στην κατεύθυνση αυτή οι προσδοκίες απόδοσης των γονιών και των προπονητών θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις πραγματικές ικανότητες των παιδιών, αλλά και να λαμβάνουν υπόψη τους στόχους που τα ίδια παιδιά έχουν θέσει για τον εαυτό τους. Οι προσδοκίες αυτές θα πρέπει να είναι ελαστικές και ανάλογες των δυνατοτήτων του παιδιού. Οι υψηλές προσδοκίες μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση των κινήτρων και της προσπάθειας του παιδιού και δημιουργία αισθήματος μειονεξίας και μη ικανότητας από πλευράς του.
Επίσης είναι σημαντικό να δίνεται έμφαση στην προσπάθεια του αθλητή νεαρής ηλικίας και όχι στην ικανότητά του, ενώ παράλληλα ο νεαρός αθλητής θα πρέπει να έχει αναπτύξει ένα σύστημα αξιολόγησης σχετικά με την προσπάθειά του και που αποδίδεται το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του και του αποτελέσματος.
Οι σχέσεις μεταξύ προπονητή – γονιού είναι ιδιαίτερα σύνθετες, οι οποίες απαιτούν την κατανόηση της θέσης του άλλου και την αποδοχή των ενεργειών και των προσδοκιών.
Ο προπονητής είναι σκόπιμο να κάνει σαφές προς το γονιό τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) την προπονητική του φιλοσοφία,
(β) τις προσδοκίες του και τους στόχους που έχει για το παιδί του,
(γ) τις απαιτήσεις που έχει από το παιδί-αθλητή και το γονιό του (εξοπλισμό, συμπεριφορά κ.ά.),
(δ) τους κανόνες λειτουργίας της ομάδας και τις ποινές-συνέπειες από την παραβίαση αυτών από τον αθλητή ή/και το γονιό, και
(ε) τα κριτήρια αξιολόγησης και επιλογής των αθλητών. Επίσης, ο προπονητής είναι σκόπιμο να απευθύνει προς το γονιό στοιχεία τα οποία των προβληματίζουν σχετικά με τη βελτίωση του παιδιού και τη συμπεριφορά του στο χώρο της προπόνησης.
Ο προπονητής πρέπει να κάνει επίσης σαφές στο γονιό ότι τέσσερα σημεία είναι αποκλειστικά στην προσωπική του κρίση, αλλά με σαφή κριτήρια:
(α) χρόνος που το παιδί αγωνίζεται,
(β) η στιγμή και ο αγώνας στον οποίο αγωνίζεται,
(γ) η στρατηγική στην ομάδα, και
(δ) η κρίση του για τους άλλους αθλητές.
Ο προπονητής θα πρέπει να έχει ορίσει συγκεκριμένη ώρα και η ημέρα η οποία θα είναι στη διάθεση του γονιού για να συζητήσει μαζί τους για οποιοδήποτε θέμα απασχολεί το παιδί του.
Ο προπονητής είναι χρήσιμο να γνωρίζει τις πιθανότερες αιτίες συμμετοχής και τους λόγους εγκατάλειψης των νεαρών αθλητών.
Αποτελέσματα ερευνών έχουν δείξει ότι οι σημαντικότεροι λόγοι συμμετοχής των παιδιών στον αθλητισμό είναι: η διασκέδαση, η εκμάθηση νέων ασκήσεων και η βελτίωση ήδη υπαρχόντων, η διατήρηση ή η δημιουργία φιλίας, η αναζήτηση της συγκίνησης του αγώνα, η επίτευξη των στόχων που έχουν θέση και η προσωπική του εκγύμναση και άσκηση.
Ως οι κυριότεροι λόγοι εγκατάλειψης από την άλλη πλευρά προβάλουν: η σύγκρουση ενδιαφερόντων, οι υπερβολικές απαιτήσεις από του γονιούς και τους προπονητές, η απουσία στήριξης της προσπάθειάς τους, η έλλειψη επιτυχιών, η περιορισμένη συμμετοχή τους, η έλλειψη ευχαρίστησης και διασκέδασης, οι συχνοί τραυματισμοί, η έμφαση στη νίκη από τον προπονητή, το γονιό και το ίδιο το παιδί, η απουσία σαφών και προκλητικών στόχων, η έντονη κριτική, τα αρνητικά βιώμενα συναισθήματα (άγχος, αμφισβήτηση, προσβολή κ.ά.).
Του Σταύρου Ν. PhD Ψυχολόγου – Αθλητικού Ψυχολόγου
πηγή: football-academies
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου